- γκαρσονιέρα
- ημικρό διαμέρισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γκαρσονιέρα — η διαμέρισμα ενός δωματίου, συνήθως για ανύπαντρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. garconniere < garcon «αγόρι»] … Dictionary of Greek
Chronis Exarhakos — Hronis Exarhakos Χρόνης Εξαρχάκος Born November 21, 1915 Died August 25, 1981 Greece Occupation actor Hronis Exarhakos (Greek: Χρόνης Εξαρχάκος, 1932 September 27, 1984) was a Greek actor … Wikipedia
-ιέρα — κατάληξη θηλ. ουσ. τα οποία αποτελούν μεταφορά στην Ελληνική τόσο ιταλικών λέξων που σημαίνουν θήκη, δοχείο (πρβλ. σαλτσιέρα < salsiera), ταμπακιέρα < tabacchiera), φρουτιέρα < fruttiera) όσο και γαλλικών (πρβλ. γκαρσονιέρα <… … Dictionary of Greek
Γουάιλντερ, Μπίλι — (Billy Wilder, Βιέννη 1906 – Καλιφόρνια 2002). Αυστριακός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, αλλά ασχολήθηκε αρχικά με τη δημοσιογραφία και μετά με το σενάριο. Από το 1929 έως … Dictionary of Greek
Λέμον, Τζακ — (John Uhler «Jack» Lemmon III, Βοστόνη 1925 – 2001). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε στο Χάρβαρντ και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως παραγωγός ραδιοφώνου. Στη συνέχεια στράφηκε στο θέατρο, ενώ αργότερα συνέχισε ως ηθοποιός της… … Dictionary of Greek
Μακ Λέιν, Σίρλεϊ — (Shirley MacLaine, Βιρτζίνια 1934 –). Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου και συγγραφέας. Σπούδασε μπαλέτο στην Ουάσινγκτον και μεταπήδησε μάλλον τυχαία στην υποκριτική μέσω του θεάτρου, όταν σε ηλικία 20 ετών και ως μέλος του χορού επελέγη… … Dictionary of Greek